- οδιτας
- ὁδίταςὁδίτᾱς-ου ὅ дор. = ὁδίτης См. οδιτης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁδίτας — ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc acc pl (doric) ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδίτης — ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας) οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης)] … Dictionary of Greek